- έρβιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Er· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –υποομάδα των λανθανίδων ή σπάνιων γαιών– έχει ατομικό αριθμό 68 και ατομικό βάρος 126,27. Έχει έξι φυσικά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε το 1843 ο Σουηδός χημικός Καρλ Γκούσταβ Μόσαντερ και το απομόνωσε για πρώτη φορά το 1878 σε υπολογίσιμη ποσότητα ο Γάλλος χημικός Ζαν Σαρλ Γκαλισάρ ντε Μαρινιάκ. Από χημική άποψη συμπεριφέρεται ως τρισθενές· το οξείδιο και τα άλατά του έχουν έντονο ερυθρό χρώμα. Η ονομασία του προήλθε από το Ιτέρμπι, τοποθεσία στη Σουηδία, όπου βρίσκονται σημαντικά κοιτάσματα γαδολινίτη, του ορυκτού από το οποίο παραλήφθηκε για πρώτη φορά. Το έ. περιέχεται και σε άλλα ορυκτά, όπως ο ευξενίτης και ο σαμαρσκίτης, από τα οποία εξάγεται με μεθόδους ανταλλαγής ιόντων και στη συνέχεια της διαδικασίας παρασκευάζεται σε μεταλλική μορφή, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της θερμοαναγωγής με φθοριούχο ασβέστιο άνυδρο. Το μεταλλικό έ. είναι αργυρόχρωμο και οξειδώνεται αργά στον αέρα. Έχει ειδικό βάρος 9,058 και λιώνει στους 1.500°C περίπου· σε θερμοκρασία που πλησιάζει προς το απόλυτο μηδέν είναι σιδηρομαγνητικό και υπεραγωγός. Το έ. δεν βρήκε σημαντικές βιομηχανικές εφαρμογές. Η χρήση του περιορίζεται μόνο στην κατασκευή απορροφητικών γυαλιών για τις υπέρυθρες ακτίνες, για αθερμικούς φακούς και φθορίζουσες χρωστικές.
Dictionary of Greek. 2013.